- οργιαστής
- ο (Α όργιαστής, θηλ. ὀργιαοτίς, -ίδος) [οργιάζω]νεοελλ.αυτός που κάνει όργια, που είναι έκδοτος στην ακολασίααρχ.αυτός που τελεί θρησκευτικά όργια («ὀργιαστὴς τῆς Ἴσιδος», Αππ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀργιασταῖς — ὀργιαστής one who celebrates masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασταί — ὀργιαστής one who celebrates masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιαστήν — ὀργιαστής one who celebrates masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιαστῶν — ὀργιαστής one who celebrates masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιαστάς — ὀργιαστά̱ς , ὀργιαστής one who celebrates masc acc pl ὀργιαστά̱ς , ὀργιαστής one who celebrates masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διονυσιαστής — ο (Α διονυσιαστής) [διονυσιάζω] αυτός που μετέχει στις διονυσιακές γιορτές νεοελλ. αυτός που αγαπά τις έντονες διασκεδάσεις, οργιαστής, βακχευτής, ξεφαντωτής αρχ. οἱ Διονυσιασταί λατρευτικοί θίασοι τού Διονύσου … Dictionary of Greek